- πενθηφορώ
- και πενθοφορώ, -έω1. φορώ πένθιμα ρούχα, μαυροφορώ2. φέρω τα εξωτερικά σημάδια τού πένθους, δηλ. μαύρη ταινία στον βραχίονα ή στο καπέλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < πένθος + -φορώ (< -φόρος < φέρω) κατά τα λαμπαδη-φορώ, δαφνηφορώ, στεφανη-φορώ. Το ρ. μαρτυρείται από το 1842 σε βασιλικό διάταγμα].
Dictionary of Greek. 2013.