πενθηφορώ

πενθηφορώ
και πενθοφορώ, -έω
1. φορώ πένθιμα ρούχα, μαυροφορώ
2. φέρω τα εξωτερικά σημάδια τού πένθους, δηλ. μαύρη ταινία στον βραχίονα ή στο καπέλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πένθος + -φορώ (< -φόρος < φέρω) κατά τα λαμπαδη-φορώ, δαφνηφορώ, στεφανη-φορώ. Το ρ. μαρτυρείται από το 1842 σε βασιλικό διάταγμα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πενθοφορώ — βλ. πενθηφορώ …   Dictionary of Greek

  • πενθώ — πενθῶ, έω, ΝΜΑ [πένθος] 1. κατέχομαι από βαθιά ψυχική οδύνη και θρηνώ για μια μεγάλη συμφορά και, κυρίως, για τον θάνατο προσφιλούς προσώπου («νέκυν πενθῆσαι», Ομ. Ιλ.) 2. έχω πένθος, είμαι σε πένθος 3. φέρω τα εξωτερικά σημάδια τού πένθους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”